- μενέκτυπος
- μενέκτυποςsteadfast in the battle-dinmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μενέκτυπος — μενέκτυπος, ον (Α) αυτός που υπομένει καρτερικά τον θόρυβο τής μάχης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μενε (βλ. μένω) + κτύπος (πρβλ. αρματό κτυπος, βαρύ κτυπος)] … Dictionary of Greek
μενέκτυπον — μενέκτυπος steadfast in the battle din masc/fem acc sg μενέκτυπος steadfast in the battle din neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μένω — (ΑM μένω, Α και μίμνω) 1. στέκομαι σταθερά στην ίδια θέση, παραμένω σε έναν τόπο (α. «μείνε εκεί που είσαι» β. «καὶ τὸ ἐν τῄ ἠπείρῳ στρατόπεδον τῶν Πελοποννησίων κατὰ χώραν ἔμενεν», Θουκ.) 2. διαμένω, παραμένω, διατρίβω, κατοικώ, έχω μόνιμη ή… … Dictionary of Greek